- τετραποδητί
- επίρρ. на четвереньках
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τετραποδητί — on all fours indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραποδητί — ΝΑ επίρρ. (για άνθρωπο που προχωρεί με τα χέρια και με τα πόδια) με τα τέσσερα, μπουσουλώντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετράπους, οδος + επιρρμ. κατάλ. ητί (< ρηματ. επίθ. σε η τος), πρβλ. ἀμαχ ητί, ἀτιμωρ ητί] … Dictionary of Greek
τετραποδί — Α επίρρ. τετραποδητί. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετράπους, οδος + επιρρμ. κατάλ. ί (πρβλ. ἀσιτ ί)] … Dictionary of Greek
τετραποδιστί — ΜΑ επίρρ. τετραποδητί. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετράπους, οδος + επιρρμ. κατάλ. ιστί (πρβλ. ἱππ ιστί, νομ ιστί)] … Dictionary of Greek